- ἐθάς
- ἐθάςaccustomedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εθάς — ἐθάς, ο, η (AM) [έθος] 1. οικείος, φίλος 2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένος αρχ. συνηθισμένος σε κάτι … Dictionary of Greek
ἐθάδα — ἐθάς accustomed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδας — ἐθάς accustomed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδες — ἐθάς accustomed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδι — ἐθάς accustomed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδος — ἐθάς accustomed masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάδων — ἐθάς accustomed masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάσι — ἐθάς accustomed masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθάσιν — ἐθάς accustomed masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έθος — το (AM ἔθος) συνήθεια, έξη, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IE*swedhos < ΙΕ ρ. *swedh , τής οποίας η εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα*, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου … Dictionary of Greek